Νέοι και ναρκωτικά
Η μπόρα πέρασε. Τα σύννεφα, όμως, βαριά, ακόμα υπάρχουν. Καιρός για περισυλλογή. Αν έμπαινε ο καθένας μας στη διαδικασία να σκεφτεί, έστω και για λίγο, το δικό του ρόλο στην εξάπλωση των ναρκωτικών, τα πράγματα θα έπαιρναν άλλη τροπή. Όλοι μας, όσο και αν το αρνιόμαστε, συμβάλλουμε σε αυτήν, με έναν άμεσο ή έμμεσο τρόπο. Άλλοι από την «ισχυρή» θέση των γονέων, άλλοι από την θέση των φίλων, των συγγενών, από τη θέση της λαϊκής εκπροσώπησης, της εργασίας μας.
Όλοι έχουμε έλθει ή ερχόμαστε σε επαφή, άμεση ή/και έμμεση, με άτομα που κάνουν χρήση ή με νέους πριν μπουν στο «γεμάτο με λακκούβες» δρόμο των ναρκωτικών. Κάθε φορά, όμως, που βλέπουμε αυτήν την απειλή μπροστά μας προτιμάμε να κλείνουμε τα μάτια μπροστά της και να την αποφεύγουμε. Αυτή η «τακτική» όχι μόνο δε βοηθάει σε τίποτα απολύτως, αλλά αντιθέτως δυσχεραίνει την κατάσταση. Όπως είναι αδύνατο να ξεπεράσουμε τους φόβους μας όταν τους αποφεύγουμε κάθε φορά.
Ας μη γελιόμαστε. Η συντριπτική πλειοψηφία των νέων της σημερινής γενιάς έχει δοκιμάσει ή συνεχίζει να κάνει χρήση της ινδικής κάνναβης, του γνωστού χασίς. Είναι πια καθημερινό φαινόμενο μεταξύ των εφήβων και πολύ εύκολο για να μην γίνει αντιληπτό από το περιβάλλον τους. Είναι, επίσης, και σύμφωνα με τους χρήστες σκληρών ναρκωτικών, το «ξεκίνημα της καριέρας» ενός τοξικομανή.
Ο τοξικομανής δε γεννιέται. Γίνεται. Αυτό σημαίνει ότι ο τοξικομανής είναι δημιούργημα του περιβάλλοντος στο οποίο ζει και κινείται. Και όταν μιλάμε για νέα παιδιά, το περιβάλλον χωρίζεται σε δυο βασικούς άξονες: την οικογένεια και το σχολείο, παράγοντες που διαμορφώνουν κατά σημαντικό μέρος την προσωπικότητα του αυριανού ενήλικα.
Οικογένεια, το πρώτο και σημαντικό περιβάλλον μέσα στο οποίο μεγαλώνει το παιδί, εκεί όπου δέχεται τα πρώτα ερεθίσματα των ανθρώπινων και κοινωνικών σχέσεων. Παρ’ όλα αυτά χαρακτηριστικό και περίεργο είναι το γεγονός ότι οι πιο πολλές προσπάθειες (όχι μόνο της πολιτείας άλλα και των επαγγελματιών της ψυχικής υγείας) ξεχνούν το πρώτο, βασικό κοινωνικό περιβάλλον του ατόμου, που είναι η οικογενειακή ομάδα και στρέφονται κατευθείαν προς το σχολείο, την πιο προσιτή ίσως λύση.
Σύνδρομο στέρησης και χρόνια χρήση ναρκωτικών
«Όσο το σύνδρομο της στέρησης πλησιάζει στην μεγαλύτερη έντασή του, το άτομο εμφανίζει αυξανόμενη ευερεθιστότητα, ταχύπνοια, αϋπνία, διεύρυνση της κόρης των οφθαλμών, ταχυκαρδία, άνοδο της αρτηριακής πιέσεως, βίαιο χασμουρητό μέχρι εξαρθρώσεως της κάτω σιαγόνας, έντονο φτάρνισμα περισσότερα δάκρυα και υγρά κάτω από τη μύτη, μεγάλη ανορεξία, αδυναμία και κατάπτωση, ναυτία ή και εμετό, καθώς και εντερικούς σπασμούς και διάρροια. Έκδηλα ρίγη εναλλάσσονται με εξάψεις και υπερβολική εφίδρωση. Τα συμπτώματα αυτά με την πάροδο του χρόνου χειροτερεύουν (…) τα έντερα αρχίζουν να κινούνται με εξαιρετική δριμύτητα ενώ, μεγάλα κύματα συσπάσεων του στομάχου προκαλούν εκρηκτικούς εμετούς. 36 ώρες μετά την τελευταία δόση, ο τοξικομανής παρουσιάζει μια εικόνα πραγματικά τρομακτική. Σε μια απελπιστική προσπάθεια να βρει κάποια ανακούφιση από τα ρίγη τα οποία βασανίζουν το σώμα του, σκεπάζεται με οτιδήποτε βρει τριγύρω του, έχει χαρακτηριστικούς πόνους στα οστά και στους μυς της ράχης και των άκρων, το σώμα του ταράζεται από σπασμούς επίσης χαρακτηριστικούς και τα πόδια του κλωτσούν ασυναίσθητα, χωρίς τη δική του θέληση (…). Εάν δε δοθεί ένεση και το σύνδρομο συνεχίσει την πορεία του, τα συμπτώματα αρχίζουν να υποχωρούν από την 6η έως 7η ημέρα και εξαφανίζονται μετά την 7η έως την 10η ημέρα, αλλά το άτομο εξακολουθεί να παραμένει απελπιστικά αδύναμο, λιπόσαρκο, αφυδατωμένο, νευρικό ανήσυχο και συχνά υποφέρει από επίμονη κολίτιδα και δυσκοιλιότητα (Αθ. Β. Αβραμίδης, Η αλήθεια για τα ναρκωτικά, Αθήνα, Ακρίτας, 1986. G. Blumir, Ηρωίνη, Αθήνα, Νέα Σύνορα, 1982).
Πέρα από τις αφόρητες καταστάσεις που δημιουργεί το σύνδρομο στέρησης, η χρόνια χρήση ναρκωτικών προκαλεί κατά περίπτωση προοδευτική φθορά και καταρράκωση του οργανισμού, σωματική καχεξία, μείωση της αντοχής του οργανισμού στις ασθένειες, πτώση στην απόδοση στις αθλητικές δραστηριότητες και την κοινωνική ζωή, την κάμψη της σεξουαλικής επιθυμίας και ικανότητας (π.χ. στην περίπτωση του χασίς) ή και γέννηση προβληματικών παιδιών (π.χ. για τις μορφινομανείς και ηρωινομανείς μητέρες).
Τα σχόλια είναι περιττά!
Το «προφίλ» ενός τοξικομανή και της οικογένειάς του
Ο τοξικομανής είναι ένα άτομο με διαταραγμένη συναισθηματική λειτουργία, με αξεπέραστα προβλήματα στην ανθρώπινη επικοινωνία και σχέση και με ανεκπλήρωτες συναισθηματικές ανάγκες, που στις περισσότερες φορές ανάγονται στα παιδικά του χρόνια. Οι ανεκπλήρωτες συναισθηματικές ανάγκες, οι εσωτερικές συγκρούσεις και τα αδιέξοδα προκαλούν στον τοξικομανή φοβερό πόνο και άγχος. Έτσι, η προσφυγή στη λήψη της ναρκωτικής ουσίας θεωρείται σαν μια μορφή αυτοθεραπείας, που θα απαλύνει τον πόνο και τα άσχημα συναισθήματα. Σε αυτήν τη μορφή αυτοθεραπείας το φάρμακο είναι, συνήθως, ένα σκληρό ναρκωτικό, κυρίως η ηρωίνη που με την αναλγητική της δράση, ακόμα και σε ψυχικό επίπεδο, φέρνει το επιθυμητό αποτέλεσμα.
Η έλλειψη αυτοεκτίμησης, αυτοπεποίθησης και εμπιστοσύνης όχι μόνο προς τους άλλους αλλά και προς τον ίδιο του τον εαυτό χαρακτηρίζει τον τοξικομανή. Σύμφωνα με τον Rosenberg (1965) οι έφηβοι με χαμηλή αυτοεκτίμηση είναι αδέξιοι στις κοινωνικές τους σχέσεις, κρατούν αμυντική στάση, συχνά επαίρονται, όμως στην συνέχεια νιώθουν εκτεθειμένοι, δεν είναι σταθεροί στις σχέσεις τους και είναι καχύποπτοι με τους άλλους. Ενώ η κοινή γνώμη πιστεύει ότι ο ναρκομανείς είναι άτομα που «κατακτούν» τον εύκολο ευδαιμονισμό, στην πραγματικότητα είναι άτομα που δεν ευχαριστιούνται με τίποτα τη ζωή τους. Δεν απολαμβάνουν τις απλές καθημερινές χαρές της ζωής και το μόνο που τους απομένει είναι το κυνήγι της επόμενης δόσης, που θα τους «χαρίσει» μια πολύ σύντομη ισορροπία στα προβλήματά τους και στον ίδιο τους τον εαυτό.
Έντονη είναι και η παθολογία της οικογένειας του τοξικομανή, ακόμη και αν επιφανειακά δεν φαίνονται να υπάρχουν ιδιαίτερα προβλήματα ανάμεσα στους γονείς. Συνήθως πρόκειται για άτομα με δυσκολίες συναισθηματικής επένδυσης. Συχνά παρατηρούμε τον συνδυασμό ενός απόντα πατέρα και μιας υπερπροστατευτικής, υπερδοτικής μητέρας. Ίσως και γι’ αυτό στη Χίο, όπου θέλει στην κλασσική ναυτική χιώτικη οικογένεια, τον πατέρα ναυτικό να «θαλασσοδέρνεται» στους ωκεανούς το μεγαλύτερο διάστημα του χρόνου και τη μητέρα να αναλαμβάνει, χωρίς καν να ξέρει το δικό της, το ρόλο και των δύο γονιών.
Οι ίδιοι οι γονείς είναι πολλές φορές ανώριμα άτομα και αντιμετωπίζουν δυσκολίες να δώσουν ξεκάθαρα μηνύματα για τα όρια συμπεριφοράς στο παιδί τους. Τα ενδοοικογενειακά προβλήματα, συνήθως, καλύπτονται όσο το παιδί βρίσκεται παγιδευμένο στον κόσμο των ναρκωτικών. Τότε κανείς δεν ασχολείται με τα πραγματικά προβλήματα που υπάρχουν στην οικογένεια. Τα προβλήματα βγαίνουν πάλι στην επιφάνεια αμέσως μόλις το παιδί μπει σε ένα θεραπευτικό πρόγραμμα.